- πελώριος
- -ια, -ιο / πελώριος και τελώριος, -ον, ΝΑ1. (για έμψυχα) αυτός που έχει μέγεθος πελώρου, τεράστιος, μεγαλόσωμος, υπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός2. (για άψυχα και αφηρ.) κολοσσιαίος, γιγάντιος, μεγαλειώδης (α. «πελώριο οικοδόμημα» β. «πελώριον κλέος», Πίνδ.)αρχ.1. (το αρσ.) επίθετο τού Δία2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πελώρια(ενν. ιερά) η μεγάλη εορτή τού θερισμού που γινόταν προς τιμή τού Διός στη Θεσσαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.